- ψιλοτραγουδώ
- ψιλοτραγουδώ και ψιλοτραγουδάω τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιλοτραγουδώ — Ν τραγουδώ με λεπτή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + τραγουδώ] … Dictionary of Greek
ψιλοτραγούδημα — το, Ν [ψιλοτραγουδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοτραγουδώ … Dictionary of Greek
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek